- ἴτυ
- ἴτυςfelloefem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἴτυ — Ἴτυς masc/fem voc sg Ἴτυς neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴτυς — Ἴτῡς , Ἴτυς masc/fem acc pl Ἴτυς masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴτυς — ἴτῡς , ἴτυς felloe fem acc pl ἴτυς felloe fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Прокна — (Procne, Πρόχνη). См. Филомела и Терей. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С. Суворина, 1894.) ПРОКНА (Πρόχνη), в греческой мифологии дочь афинского царя Пандиона, выданная им замуж за… … Энциклопедия мифологии
Πρόκνη — Κόρη του Αθηναίου βασιλιά Πανδίονα και της Ζευξίππης, αδελφή της Φιλομήλας και του Ερεχθέα. Ο πατέρας της την πάντρεψε με τον βασιλιά της Θράκης Τηρέα, για να του ανταποδώσει τη βοήθεια που εκείνος του παρείχε στον πόλεμο. Η Π. απέκτησε από τον… … Dictionary of Greek
Ίτυλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ζήθου και της Αηδόνας, η οποία τον σκότωσε τη στιγμή που ετοιμαζόταν, από φθόνο, να φονεύσει τον γιο της, Αμαλέα. Ο Σοφοκλής τον ονομάζει Ίτυ, ενώ αναφέρεται και από άλλους ποιητές. * * * Ἴτυλος, ὁ (Α) 1. γιος τού… … Dictionary of Greek
αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… … Dictionary of Greek
Δαύλεια — I Η χώρα που ονομάστηκε αργότερα Φωκίς και στην οποία κατοικούσαν αρχικά Θράκες. Εκεί έμενε ο Τηρέας, ο οποίος κατά τη μυθολογική παράδοση βίασε τη Φιλομήλα, αδελφή της συζύγου του Πρόκνης, και τιμωρήθηκε αργότερα από τις δύο γυναίκες, όταν… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
u̯ei-1, u̯ei̯ǝ- : u̯ī- — u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī English meaning: to turn, bend, wind, *branch out Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen”; vielfach von biegsamen Zweigen, Flechtwerk, Rankengewächsen Note: Root u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī : “to turn, bend, wind,… … Proto-Indo-European etymological dictionary